σουπίτσα

σουπίτσα
(I)
η, Ν [σούπα]
(υποκορ. τ.) ελαφρά ή λίγη σούπα.
————————
(II)
η, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τών κεφαλόποδων μαλακίων τού γένους σηπιόλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • -ίτσα — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής, η οποία πιθανόν να σχηματίστηκε αναλογικά προς την υποκορ. κατάλ. μσν. ουδ. σε ίτσιν ίκι(ο)ν, ουδ. τής ίκιος, με τσιτακισμό (δηλ. τροπή τού κ σε τσ προ φωνήεντος ι , όπως αστρ ίκιν, αστρ ίτσιν). Για τις… …   Dictionary of Greek

  • σηπιόλη — η, Ν ζωολ. γένος δεκάποδων κεφαλόποδων μαλακίων που απαντούν στις ελληνικές θάλασσες και είναι γνωστά με την κοινή ονομασία σουπίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sepiola < υστερολατ. υποκορ. τού λατ. sēpia < σηπία «σουπιά»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”